σίγουρος

σίγουρος
Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, που καταγόταν από τους Νορμανδούς ιππότες της Γαλλίας de Segur. Απόγονοι της οικογένειας αυτής εγκαταστάθηκαν στην Απουλία και τη Ζάκυνθο. Γενάρχης του κλάδου της Ζακύνθου ήταν ο Νούκιος. 1. Δραγανίγος (1547-1622). Ήταν έγγονος του άρχοντα της Ζακύνθου Νούτσου και με το όνομα Διονύσιος έγινε αρχιεπίσκοπος Αίγινας. Ο Σ. Δραγανίγος, που ανακηρύχτηκε σε άγιο, είναι και πολιούχος της Ζακύνθου. 2. Νικόλαος - Γραδενίγος. Στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και στην Πετρούπολη μαζί με τον I. Καποδίστρια, με σκοπό την επικύρωση του Συντάγματος των Επτανήσων. 3. Ιωάννης. Γιος του προηγούμενου. Διακρίθηκε ως νομομαθής. Διετέλεσε πρόεδρος της Βενετικής Ακαδημίας και ασχολήθηκε με την οργάνωση των δικαστηρίων της Ζακύνθου. 4. Κωνσταντίνος. Αδελφός του προηγούμενου. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Βερόνας και, αργότερα, υπηρέτησε με το βαθμό του ταγματάρχη στο στρατό της Κιζαλπινής δημοκρατίας. Σ’ αυτόν οφείλονται διάφορα οχυρωματικά έργα σε ιταλικές πόλεις. Πέθανε στη Βενετία. Έγραψε διάφορα έργα, το κυριότερο από τα οποία, γραμμένο στα ιταλικά, τιτλοφορείται Η καλλιέργεια της ελιάς. 5. Διονύσιος. Σπούδασε νομικά και έγινε διαδοχικά καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο της Περούτζια και του, εμπορικού και διοικητικού δικαίου στο Λιβόρνο. Διετέλεσε επίσης πρόξενος της Ελλάδας στο Λιβόρνο, τη Φλωρεντία και τη Ρώμη. 6. Μαρίνος. Ποιητής (1885-1961). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Όταν γύρισε, ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο και διετέλεσε πρόξενος της Ελλάδας, στη Νεάπολη, Βενετία, Παρίσι, Αλεξάνδρεια και Γαλάτσι. Στους λογοτεχνικούς κύκλους εμφανίστηκε το 1901, με ποιήματα και κριτικά άρθρα σε διάφορα αθηναϊκά περιοδικά και αποτελούν κριτικές εισαγωγές στη σειρά των εκδόσεων νεοελληνικής φιλολογίας της Βιβλιοθήκης Φέξη. Έργα του σε βιβλία είναι: Εντυπώσεις από το Παρίσι (1910) και Εκλεχτές σελίδες. Μετάφρασε επίσης τους Χαρακτήρες του Θεόφραστου καθώς και ποιήματα του Φώσκολου, Γκαίτε, Σίλερ Πόε, Τένυσον κ.ά. Ως ποιητής, διακρινόταν γιατί ακολούθησε την παραδοσιακή τεχνοτροπία, ακολουθώντας κατά κανόνα ιαμβικά μέτρα^ Σ’ ό,τι αφορά το περιεχόμενο, είναι φανερή η υπεροχή του ιδεαλισμού στο συναίσθημα, χαρακτηριστικό της επτανησιακής νεοκλασικής παράδοσης, της οποίας ο Σ. είναι και ο τελευταίος εκπρόσωπος. Ως κριτικός ακολουθούσε μέθοδο αντικεψενισμού και αναλυτικότητας και έγραψε, ανάμεσα στ’ άλλα και μια αξιόλογη μελέτη για το Δ. Σολωμό του οποίου άλλωστε επιμελήθηκαν την κρατική έκδοση των Απάντων του.
* * *
-η, -ο, Ν
1. ασφαλής, ακίνδυνος («ο δρόμος αυτός δεν είναι σίγουρος»)
2. βέβαιος («είμαι σίγουρος ότι έχω δίκιο»)
3. το ουδ. ως ουσ. το σίγουρο
είδος φυτού
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σίγουρα
ασφαλώς, βεβαίως («σίγουρα θα τελειώσω σήμερα»)
5. φρ. α) «στα σίγουρα» — οπωσδήποτε
β) «τό 'χει για σίγουρο» — τό θεωρεί ως γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sicuro «σίγουρος, ασφαλής» < λατ. securus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σίγουρος — η, ο επίρρ. α 1. ασφαλής: Δε νιώθει σίγουρος. 2. βέβαιος: Δεν είναι σίγουρος για την επιτυχία του. – Δεν είμαι σίγουρος για την αλήθεια. 3. «στα σίγουρα», οπωσδήποτε· «το χω για σίγουρο», το θεωρώ βέβαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… …   Dictionary of Greek

  • σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… …   Dictionary of Greek

  • ασφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ασάλευτος, σταθερός, ατράνταχτος, σίγουρος: Η θεμελίωση του κτιρίου δε φαίνεται πολύ ασφαλής. 2. ορθός, ακριβής, βέβαιος, αλάθευτος: Τα συμπεράσματα στα οποία έφθασες δεν μπορούν να θεωρηθούν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • αβέβαιος — αία και αιη, ο (Α ἀβέβαιος, ον) [βέβαιος] 1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν) η αβεβαιότητα*. νεοελλ. αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”